καραγκιοζλίδικος

καραγκιοζλίδικος
καραγκιοζλίδικος, -η, -ο και καραγκιοζλίτικος, -η, -ο
κωμικός, γελοίος: Αυτά είναι καραγκιοζλίτικα καμώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καραγκιοζλίδικος — και καραγκιοζιλίδικος και καραγκιοζλίτικος, η, ο αυτός που αρμόζει στον Καραγκιόζη, αυτός που οι πράξεις του προκαλούν γέλιο, κωμικός, γελοίος σαν Καραγκιόζης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara goz l «γιος τού καραγκιόζη» + κατάλ. ίδ ικος (πρβλ. μπελα λ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”